ντόρος

ντόρος
ο сильный шум;

κάνει πολύ ντόρο αυτό το παιδί — этот ребёнок очень беспокойный;

έκανε ντόρο αυτό το βιβλίο — эта книга наделала (много) шума;

§ ντόρος να γίνεται — для видимости [ν]τορ||ός ο — следы (животных, человека);

§ πάω με το ντόρό — следовать установившимся нравам и обычаям


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ντόρος" в других словарях:

  • ντορός — και τορός, ο 1. τα ίχνη στο χώμα από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων 2. φρ. α) «πάω με τον ντορό» ακολουθώ τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν β) «έχασα τον ντορό» i) έχασα τον δρόμο μου ii) έχασα τις συνήθειες μου γ) «μπαίνω στον ντορό» παίρνω τη… …   Dictionary of Greek

  • ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, οχλοβοή, σαματάς 2. φρ. «έκανε ντόρο» έκανε εντύπωση, προκάλεσε πάταγο («αυτό το κινηματογραφικό έργο έκανε ντόρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • ντορός — ο 1. ίχνη ποδιών θηράματος. 2. πατημασιές, αχνάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, ταραχή. 2. μτφ., πολλή συζήτηση, διαφήμιση: Έκανε ντόρο το βιβλίο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • ντουριά — η σημείο, σημάδι, ίχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από ντορός] …   Dictionary of Greek

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»